- εξώπροικος
- η , ο [ος , ον ] не входящий в приданое (об имуществе невесты)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξώπροικος — η, ο (Μ ἐξώπροικος, ον) (για περιουσιακά στοιχεία) 1. αυτός που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα 2. το ουδ. ως ουσ. το εξώπροικο (Μ τὰ ἐξώπροικα) περιουσιακά στοιχεία τής συζύγου που παραμένουν στην κατοχή της και δεν περιλαμβάνονται στην προίκα … Dictionary of Greek
εξώπροικος — η, ο 1. που είναι έξω από την προίκα, που δεν περιλαβαίνεται στην προίκα: Εξώπροικη περιουσία. 2.το ουδ. πληθ. ως ουσ., εξώπροικα ατομική περιουσία της γυναίκας, που δεν έχει δοθεί ως προίκα στο σύζυγο, τα εξωπροίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώπροικα — τα βλ. εξώπροικος … Dictionary of Greek
εξωπροίκια — τα τα εξώπροικα (βλ. εξώπροικος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)